λασπώνομαι

λασπώνομαι
λασπώνομαι, λασπώθηκα, λασπωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πηλώ — όω, Α [πηλός] 1. αλείφω, επιχρίω με πηλό 2. μέσ. πηλοῡμαι αλείφομαι με πηλό 3. παθ. λασπώνομαι, λερώνομαι με λάσπη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”